εξωτερίκευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξωτερίκευση | οι | εξωτερικεύσεις |
γενική | της | εξωτερίκευσης* | των | εξωτερικεύσεων |
αιτιατική | την | εξωτερίκευση | τις | εξωτερικεύσεις |
κλητική | εξωτερίκευση | εξωτερικεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξωτερικεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωτερίκευση < εξωτερικεύω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξωτερίκευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξωτερικεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξωτερίκευση
|