εξωτερικός σύνδεσμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξωτερικός σύνδεσμος < → δείτε τις λέξεις εσωτερικός και σύνδεσμος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική external link
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]εξωτερικός σύνδεσμος
- (διαδίκτυο) υπερσύνδεσμος που συνδέεται με έναν άλλο ιστότοπο (website) ή τομέα (domain)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξωτερικός σύνδεσμος