εξωτερικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξωτερικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐξωτερικῶς < αρχαία ελληνική ἐξωτερικός. Συγχρονικά αναλύεται σε εξωτερικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εξωτερικώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • «εξωτερικός (& εξωτερικά, -ώς)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)