εξώτερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξώτερος | η | εξώτερη | το | εξώτερο |
γενική | του | εξώτερου | της | εξώτερης | του | εξώτερου |
αιτιατική | τον | εξώτερο | την | εξώτερη | το | εξώτερο |
κλητική | εξώτερε | εξώτερη | εξώτερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξώτεροι | οι | εξώτερες | τα | εξώτερα |
γενική | των | εξώτερων | των | εξώτερων | των | εξώτερων |
αιτιατική | τους | εξώτερους | τις | εξώτερες | τα | εξώτερα |
κλητική | εξώτεροι | εξώτερες | εξώτερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξώτερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐξώτερος, συγκριτικός βαθμός για το αρχαίο επίρρημα ἔξω + -τερος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈkso.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξώ‐τε‐ρος
Επίθετο
[επεξεργασία]εξώτερος, -η, -ο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη έξω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- [{Π:ΛΚΝ}}
- εξώτερος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)