εορταστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εορταστικός < αρχαία ελληνική ἑορταστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]εορταστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με εορτή, ανήκει ή αναφέρεται σ' αυτή
- ↪Η δυνατή μουσική και τα πολύχρωμα μπαλόνια στον χώρο του σταδίου δημιούργησαν μία εορταστική ατμόσφαιρα πριν την έναρξη του αγώνα.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη εορτή