επίγονοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈpi.ɣo.ni/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]επίγονοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του επίγονος