επίνοια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επίνοια < αρχ. ἐπίνοια < ἐπινοῶ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επίνοια θηλυκό

  • το να είναι κανείς επινοητικός.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]