επίπλαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίπλαστα < επίπλαστος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]επίπλαστα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίπλαστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]επίπλαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επίπλαστος