επίπλευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίπλευση | οι | επιπλεύσεις |
γενική | της | επίπλευσης* | των | επιπλεύσεων |
αιτιατική | την | επίπλευση | τις | επιπλεύσεις |
κλητική | επίπλευση | επιπλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιπλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίπλευση < αρχαία ελληνική ἐπίπλευσις < ἐπιπλέω < ἐπί + πλέω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίπλευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιπλέω
- (ειδικότερα) μέθοδος αφαίρεσης προσμείξεων από ορυκτά