επίρρωσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επίρρωσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επίρρωσις θηλυκό

  • Αύξηση της δυνάμεως, ενδυνάμωση, ενίσχυση.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]