επίσταξη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίσταξη | οι | επιστάξεις |
γενική | της | επίσταξης* | των | επιστάξεων |
αιτιατική | την | επίσταξη | τις | επιστάξεις |
κλητική | επίσταξη | επιστάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιστάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επίσταξη < αρχαία ελληνική ἐπιστάζω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επίσταξη θηλυκό
- (ιατρική) η αιμορραγία από τη μύτη