επί κεφαλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επί κεφαλής < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπὶ κεφαλῆς < μεσαιωνική ελληνική ἐπὶ κεφαλῆς < ελληνιστική κοινή ἐπὶ κεφαλῆς ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tête → δείτε περισσότερο στο κύριο λήμμα: επικεφαλής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /epi‿cefaˈlis/

Έκφραση

[επεξεργασία]

επί κεφαλής ως άκλιτο τριγενές ουσιαστικό, ως άκλιτο επίθετο ή ως επίρρημα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]