επί τούτου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επί τούτου < ἐπὶ τούτου < ἐπί & τούτου γενική ενικού ουδετέρου του οὗτος
Έκφραση
[επεξεργασία]επί τούτου
- σχετικά μ' αυτό, επ' αυτού
- δεν έχω να προσθέσω τίποτε επί τούτου· ας μιλήσουμε για κάποιο άλλο θέμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- άνευ τούτου
- επί τούτω ή επί τούτοις (γι' αυτόν τον συγκεκριμένο σκοπό)