επαγγελτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαγγελτικός < ελληνιστική κοινή ἐπαγγελτικός < αρχαία ελληνική ἐπαγγέλλω
Επίθετο
[επεξεργασία]επαγγελτικός
- που έχει σχέση με επαγγελία / υπόσχεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που συνηθίζει να δίνει υποσχέσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις επαγγέλλομαι, αγγέλλω και άγγελος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαγγελτικός
|