επαγρυπνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπαγρυπνῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επαγρυπνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπαγρυπνῶ / ἐπαγρυπνέω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pa.ɣɾiˈpno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πα‐γρυ‐πνώ

επαγρυπνώ, πρτ.: επαγρυπνούσα, στ.μέλλ.: θα επαγρυπνήσω, αόρ.: επαγρύπνησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]