επαμφοτεριζόντως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαμφοτεριζόντως < ελληνιστική κοινή ἐπαμφοτεριζόντως
Επίρρημα
[επεξεργασία]επαμφοτεριζόντως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαμφοτεριζόντως