επανάκληση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επανάκληση | οι | επανακλήσεις |
γενική | της | επανάκλησης* | των | επανακλήσεων |
αιτιατική | την | επανάκληση | τις | επανακλήσεις |
κλητική | επανάκληση | επανακλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανακλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επανάκληση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική callback, μορφολογικά αναλύεται επανά- + κλήση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επανάκληση θηλυκό
- (προγραμματισμός) callback: συνάρτηση (function) το όνομα (αναγνωριστικό) της οποίας εισάγεται ως πραγματική παράμετρος (argument) σε μια άλλη συνάρτηση (higher-order function), για να τροποποιηθεί κατάλληλα η λειτουργία της
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επανά- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προγραμματισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)