επανάκληση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανάκληση οι επανακλήσεις
      γενική της επανάκλησης* των επανακλήσεων
    αιτιατική την επανάκληση τις επανακλήσεις
     κλητική επανάκληση επανακλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανακλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επανάκληση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική callback, μορφολογικά αναλύεται επανά- + κλήση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επανάκληση θηλυκό

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]