επαναπατρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επαναπατρίζομαι < επί + ανά + πατρίς

επαναπατρίζομαι

ο ασθενής θα επαναπατρισθεί με ειδικό αεροπλάνο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]