επαναπαυμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαναπαυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επαναπαύομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]επαναπαυμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη επαναπαύομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαναπαυμένος
|