επαναστατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επαναστατώ < αρχαία ελληνική ἐπανάστασις <ἐπανίστημι

επαναστατώ

  1. ξεσηκώνομαι, αντιδρώ απέναντι σε μια καταπιεστική πολιτική εξουσία
    Πολλοί περίμεναν ότι ο λαός θα επαναστατούσε αντιδρώντας με πάθος στα μέτρα του μνημονίου
  2. προσπαθώ να ανατρέψω ένα καταπιεστικό καθεστώς και να επιβάλω άλλο πολίτευμα
    Οι προλετάριοι της Κίνας επαναστάτησαν και έφεραν στην εξουσία το κομμουνιστικό κόμμα
  3. (μεταφορικά) εξεγείρομαι για ζητήματα που με δεσμεύουν και με καταπιέζουν σε προσωπικό, εργασιακό, οικογενειακό επιπεδο
    Βαρέθηκε να είναι το παιδί για τα θελήματα και επαναστάτησε θυμίζοντάς τους ότι είχε κι ένα πτυχίο
    Επαναστάτησε και είπε "Σκασμός εσύ Αντωνάκη μου!"

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]