επανασύνθεσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]επανασύνθεσης θηλυκό
- γενική ενικού του επανασύνθεση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- επανασυνθέσεως (λόγιο)