επανεκφύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επανεκφύομαι < επαν- + εκφύομαι αρχαία ελληνική ἐκφύομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]επανεκφύομαι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φύομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επανεκφύομαι
|