επαπειλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπαπειλῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επαπειλώ < αρχαία ελληνική ἐπαπειλέω / ἐπαπειλῶ

επαπειλώ (παθητική φωνή: επαπειλούμαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]