επαργύρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαργύρωση οι επαργυρώσεις
      γενική της επαργύρωσης* των επαργυρώσεων
    αιτιατική την επαργύρωση τις επαργυρώσεις
     κλητική επαργύρωση επαργυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαργυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επαργύρωση < επ- + άργυρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επαργύρωση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]