επαρχιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαρχιώτισσα < επαρχιώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επαρχιώτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη επαρχιώτης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαρχιώτισσα
|