επείγον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επείγον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής ενεστώτα επείγων, του ρήματος επείγω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επείγον ουδέτερο

μου φαίνεται πως δεν αντιλαμβάνεσαι το επείγον του πράγματος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

επείγον