επιβάτιδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιβάτιδα < (καθαρεύουσα) ἐπιβάτ(ις) + -ιδα από την αιτιατική τὴν ἐπιβάτιδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιβάτιδα θηλυκό
- η γυναίκα επιβάτης
- άλλες μορφές: επιβάτρια, επιβάτισσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιβάτιδα
|