επιβατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιβατικός < ελληνιστική κοινή ἐπιβατικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική passenger)
Επίθετο
[επεξεργασία]επιβατικός
Δείτε επίσης : ἐπιβατικός, επιβατηγός |
επιβατικός