επιγραμματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]επιγραμματικά < επιγραμματικ(ός) + -ά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.ɣɾa.ma.tiˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐γραμ‐μα‐τι‐κά
Επίρρημα
[επεξεργασία]επιγραμματικά
- με επιγραμματικό τρόπο, με συντομία, με πυκνότητα ύφους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιγραμματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]επιγραμματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιγραμματικός