επιδίδομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιδίδομαι < αρχαία ελληνική ἐπιδίδομαι, παθητική φωνή του ρήματος ἐπιδίδωμι
Ρήμα
[επεξεργασία]επιδίδομαι (σε κάτι)
- ασκώ (μια δραστηριότητα), κάνω
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]επιδίδομαι
- παθητική φωνή του ρήματος επιδίδω