επιδιαιτητικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιδιαιτητικώς < επιδιαιτητικός + -ώς
Επίρρημα
[επεξεργασία]επιδιαιτητικώς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιδιαιτητικώς
|