επιδοκιμαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιδοκιμαστικός < επιδοκιμάζω, επιδοκιμασ- + -τικός
Επίθετο
[επεξεργασία]επιδοκιμαστικός
- που έχει σχέση με την επιδοκιμασία, αναφέρεται ή συμβάλλει σ' αυτή
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- επιδοκιμαστικά
- → δείτε τις λέξεις επιδοκιμάζω, δοκιμάζω και δοκιμή
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιδοκιμαστικός