επιδομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιδομή | οι | επιδομές |
γενική | της | επιδομής | των | επιδομών |
αιτιατική | την | επιδομή | τις | επιδομές |
κλητική | επιδομή | επιδομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιδομή < επι- + δομή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική superstructure)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pi.ðoˈmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δο‐μή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιδομή θηλυκό
- (λόγιο) ό,τι κτίζεται πάνω από άλλο προϋπάρχον κτίσμα ή θεμέλια
- (ειδικότερα) η σιδηροδρομική γραμμή καθώς και τα τεχνικά και χωματουργικά έργα που είναι απαραίτητα για το στρώσιμό της
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιδομή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)