επιδοσιπαγής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιδοσιπαγής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]επιδοσιπαγής
- που σχετίζεται με την επίδοση
- επιδοσιπαγές μισθολόγιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιδοσιπαγής
|