επιδραστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]επιδραστικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που ασκεί επίδραση, που επιδρά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- επιδραστικότητα
- → δείτε τις λέξεις επιδρώ, επί και δρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιδραστικός