επιθαλάμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιθαλάμιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου επιθαλάμιος < ελληνιστική κοινή ἐπιθαλάμιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιθαλάμιο ουδέτερο