επιθαλάσσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιθαλάσσιος < αρχαία ελληνική ἐπιθαλάσσιος < ἐπί + θαλάσσιος < θάλασσα
Επίθετο
[επεξεργασία]επιθαλάσσιος
- (λόγιο) άλλη μορφή του παραθαλάσσιος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιθαλάσσιος
|