επιθεωρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιθεωρημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επιθεωρώ
Μετοχή
[επεξεργασία]επιθεωρημένος, -η, -ο
- που έχει επιθεωρηθεί