επικαθορίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επικαθορίζω < επι- + καθορίζω

επικαθορίζω (παθητική φωνή: επικαθορίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]