επικηρυγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επικηρυγμένος < αρχαία ελληνική ἐπικεκηρυγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου ἐπικηρύσσω
Μετοχή
[επεξεργασία]επικηρυγμένος, -η, -ο
- που έχει επικηρυχθεί, που καταδιώκεται λόγω επικήρυξης των διωκτικών αρχών
- (μεταφορικά) ο κυνηγημένος, αυτός που τον αναζητούν πολλοί
- ※ είναι επικηρυγμένος από τα πεθερικά του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις επικηρύσσω και κηρύσσω