επικοινωνώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐπικοινωνῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επικοινωνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπικοινωνῶ (κλίση ἐπικοινωνέω). Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + κοινωνώ. → δείτε τη λέξη κοινωνός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.pi.ci.noˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐κοι‐νω‐νώ

επικοινωνώ, πρτ.: επικοινωνούσα, αόρ.: επικοινώνησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις επί, κοινωνός και κοινός

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]