επικρίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επικρίνω < αρχαία ελληνική ἐπικρίνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική censurer)
Ρήμα
[επεξεργασία]επικρίνω (παθητική φωνή: επικρίνομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- επίκριση
- επικριτικά
- επικριτικός
- επικρίτρια
- → δείτε τη λέξη κρίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επικρίνω
|