επικρατεί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επικρατεί < γενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος επικρατώ

επικρατεί

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]