επιλύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]επιλύω
- (λόγιο) βρίσκω την τελική λύση σε ένα πρόβλημα
- ο δάσκαλος πρέπει σε καθημερινή βάση να επιλύει προβλήματα που ανακύπτουν από τις σχέσεις μεταξύ των μαθητών