επιμήκυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επιμήκυνση | οι | επιμηκύνσεις |
γενική | της | επιμήκυνσης* | των | επιμηκύνσεων |
αιτιατική | την | επιμήκυνση | τις | επιμηκύνσεις |
κλητική | επιμήκυνση | επιμηκύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιμηκύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιμήκυνση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιμήκυνση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιμηκύνω, η επέκταση ενός χρονικού διαστήματος ή της διάρκειας κάτι
- επιμήκυνση του χρέους - αφορά την παράταση διορίας αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων, η προθεσμία χάριτος εξόφλησης των τόκων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιμήκυνση
|