επινέμω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επινέμω < αρχαία ελληνική ἐπινέμω < ἐπί + νέμω
Ρήμα
[επεξεργασία]επινέμω
- (σπάνιο) διαμοιράζω
- ※ επινέμω αγαθά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- επινεμητικός
- επινέμηση
- → δείτε τις λέξεις επί και νέμω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επινέμω
|