επιπεδογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιπεδογραφία < επιπεδογράφος + -ία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επιπεδογραφία θηλυκό
- χαρτογραφική απεικόνιση ενός σφαιρικού σώματος σε επίπεδο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιπεδογραφία
|