επιπεδώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επιπεδώνω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιπεδ(ῶ) + -ώνω [1] < ελληνιστική κοινή ἐπιπεδόομαι. Διαφορετικό το ελληνιστικό ἐπιπεδάω (δεσμεύω)
Ρήμα
[επεξεργασία]επιπεδώνω, αόρ.: επιπέδωσα, παθ.φωνή: επιπεδώνομαι, π.αόρ.: επιπεδώθηκα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επιπεδώνω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «ἐπιπεδῶ-όω νεωτ.» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)