επιπρόσθετα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιπρόσθετα < επιπρόσθετ(ος) +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

επιπρόσθετα

  • πρόσθετα σε κάτι στο οποίο έχουμε προσθέσει ήδη κάτι άλλο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • στο προφορικό λόγο συνήθως χρησιμοποιείται αντί του πρόσθετα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]