επιπτώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

επιπτώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίπτωση
    συνηθίζεται εκφραστικά και στον πληθυντικό